- σκαμπρόζος
- -α, -ο, Ν(για πρόσ.) αυτός που προκαλεί ερωτική επιθυμία, σκανταλιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scabroso «τραχύς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») … Dictionary of Greek